σχεδάριον

σχεδάριον
σχεδάριον
sketch
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχεδάριον — τὸ, ΜΑ μικρό σχέδιο μσν. πρόχειρο σχέδιο αρχ. συνεκδ. κάθε είδος σύντομου συγγράμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον + υποκορ. κατάλ. άριον (βλ. λ. σχέδιο)] …   Dictionary of Greek

  • σχεδαρίοις — σχεδάριον sketch neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδαρίου — σχεδάριον sketch neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδαρίων — σχεδάριον sketch neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδαρίῳ — σχεδάριον sketch neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδάρια — σχεδάριον sketch neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχιδάριον — τὸ, Α σχεδάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σχεδάριον* κατ επίδραση τού σχίζω] …   Dictionary of Greek

  • χιδάριον — τὸ, ΜΑ (πιθ. εσφ. γρφ.) σχεδάριον* …   Dictionary of Greek

  • σχεδαρίωι — σχεδαρίῳ , σχεδάριον sketch neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”